www.petsetidis.gr

Λογοτεχνία

Φάις - Ελεύθερος Τύπος (1991)

«… Συνήθως ο αφηγηματικός ιστός υφαίνεται γύρω από μια κατάσταση ή μια ατμόσφαιρα, που προσπαθεί να υποβάλει ο συγγραφέας, μέσα από την πυραμιδική οργάνωση των επεισοδίων του, στον αναγνώστη.

Θα έλεγα μάλιστα, πως αυτή η αφηγηματική στρατηγική μεταφέρεται και στο επίπεδο του λόγου. ‘Ετσι, από τη μια πλευρά, ο υπαινικτικός τόνος της φωνής του πρωτοπρόσωπου αφηγητή και, από την άλλη, η υποδόρια ειρωνεία που τον διακρίνει, αποφορτίζει και το πιο τραχύ αναμνηστικό υλικό. Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, πως ο πεζογράφος επιδιώκει την απώθηση, τη διαγραφή ή τη λήθη.

Τουναντίον. Προαισθάνομαι, πως βαθύτερη επιδίωξη του Πετσετίδη είναι, πέρα από ιδεολογήματα και εξάρσεις, να υποδείξει το βαθύτερο ανθρωπολογικό βάρος αυτής της συλλογικής συμφοράς. Και αυτό, ώς ένα βαθμό, το κατορθώνει.

Αλλά και οι πρωταγωνιστές των άλλων διηγημάτων του – επαρχιώτες που προσπαθούν να υπάρξουν στις αντίξοες συνθήκες της μεγαλούπολης, αναμνήσεις από τη στρατιωτική θητεία ή τη φοιτητική ζωή - έχεις την αίσθηση πως είναι δια βίου στιγματισμένοι από τα παραλειπόμενα της εθνικής περιπέτειας. Όχι ιδεολογικά, αλλά κοινωνικά και ψυχολογικά. Μέσα στη μικροαστική μιζέρια που είναι εγκλωβισμένοι.

Συνεχίζοντας, ουσιαστικά, στα χνάρια του πρώτου του βιβλίου, ο συγγραφέας στη δεύτερη κατάθεσή του τελειοποιεί τα εκφραστικά του μέσα και ελέγχει βασανιστικότερα τα θέματά του.»

Μισέλ Φάις

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ» , 6 Οκτωβρίου 1991

Τσαούσης - Έθνος (1991)

«Η ΑΝΑΦΟΡΑ στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου, όπως και η καταγραφή αναμνήσεων από τα παιδικά χρόνια έχουν καταντήσει κοινοτοπίες, και γι’ αυτό η λογοτεχνία που γεννιέται από τέτοιες εμπνεύσεις απαιτεί ισχυρές ικανότητες για να είναι λογοτεχνία.

Ο Δημήτρης Πετσετίδης φαίνεται πως διαθέτει αυτές τις ικανότητες, γιατί τα δεκαεφτά διηγήματα που αποτελούν το νέο του βιβλίο είναι επιτυχημένα δείγματα του πεζογραφικού ταλέντου του.

Πρόκειται για την περιγραφή στιγμιοτύπων από τα παιχνίδια της ζωής, δοσμένα όμως όχι με τη φωτογραφική αποτύπωσή τους, αλλά με την έγνοια της προβολής της ουσίας τους, που είναι η ψυχογράφηση των χαρακτήρων με την επισήμανση των αντιδράσεών τους.

………………………………………………………………………………………………………………

Μικρό αριστούργημα λέω πως είναι το διήγημα «Το παιχνίδι «κεφαλιές»»: η σκηνή με το αίμα που σταλάζει από το φέρετρο του σκοτωμένου λοχαγού μέσα στο ναό, είναι από τις συγκλονιστικότερες που έχω διαβάσει.»

Κώστας Τσαούσης

«ΕΘΝΟΣ», Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 1991

Θεοδοσοπούλου - Εποχή (1991)

«…Όταν και μόνο η αναφορά στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο θεωρείται αδιάφορη και σχεδόν ενοχλητική – μια παρωχημένη ιστορία προ πολλού εξαντλημένη – αυτός εμμένει σε διηγήσεις που αντλούν ερεθίσματα από εκείνα τα χρόνια. Όταν ο αναγνώστης είναι το χαϊδεμένο παιδί του συγγραφέα που ενδίδει – ίσως λίγο υστερόβουλα – στη συναισθηματική αδυναμία του κοινού ικανοποιώντας τη νωχέλεια και την αυταρέσκειά του, ο Δ.Π. επιμένει να αφήνει το διήγημα του μετέωρο, χωρίς να κατονομάζει σαφώς τις καταστάσεις, υπονοώντας τις πολλαπλές τους εκδοχές. Και η κατάληξη συχνά δίβουλη, αναστρέφει απότομα τη μυθοπλασία σαρκάζοντας. ………………………………………………………………………………………………………………

Στα 14 διηγήματα της πρώτης συλλογής επικρατεί μια συγκίνηση που διασκεδάζεται με την παρέμβαση του ενήλικα αφηγητή. Σε αντίθεση, στο δεύτερο βιβλίο το φορτίο φαίνεται να παραμερίζεται και στη θέση του έρχεται μια πικρή ειρωνεία για τα αλλοτινά που βαθαίνει σε σαρκασμό όταν αγγίζει τη σημερινή, ιδεολογικά μίζερη αλλά τρυφηλή καθημερινότητα. Τα παιχνίδια των παιδιών δίπλα στις ερωτικές ανησυχίες εκείνων των εφήβων. Ήθη και έθιμα του Μωριά, η τιμή και οι κουμπουροφόροι συντροφεύουν την πείνα σε όλα τα επίπεδα, με λακωνικό χιούμορ και απότομα χρονικά περάσματα που τονίζουν τις αντιθέσεις. Ο εφησυχασμός και η ανία καλλιεργούν την επιμονή της μνήμης, καθώς στρέφεται σχεδόν ανακριτικά στα χρόνια που ο θάνατος ήταν καθημερινή απειλή με φτηνό αντίτιμο.»

Μάρη Θεοδοσοπούλου

«Η ΕΠΟΧΗ», Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 1991

Ντόκας - Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (1991)

«…Πάντως η ανάγνωση των διηγημάτων που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Το παιχνίδι» μου επιτρέπει να πω με σιγουριά πως τούτος ο συγγραφέας δικαιωματικά και με το σπαθί του κατακτάει ένα χώρο στα γράμματά μας. Ο Δ. Πετσετίδης αν και ζει στην εγκαταλειμμένη επαρχία – πράγμα που θα μπορούσε να προδιαθέτει ευνοϊκά υπέρ του – δεν χρειάζεται τη συνηγορία αυτών που μένουν στο κέντρο. Οι ιστορίες του, που συνήθως αναφέρονται στην επαρχιακή ζωή, είναι γραμμένες σε γλώσσα ρέουσα, χωρίς πολλούς ιδιωματισμούς και δομημένες με πνεύμα οικονομίας.

Αν ήθελε κανείς να πει επιγραμματικά τη γνώμη του για τα γραπτά του Πετσετίδη, νομίζω πως θα έπρεπε να τονίσει την ικανότητα του να φτιάχνει μια ιστοριούλα όσο πιο απλά γίνεται, χωρίς εξάρσεις και ρητορίες. Και το πιο σπουδαίο αυτές οι ιστορίες λειτουργούν σε μια άλλη διάσταση που δεν την υποψιάζεται ο αναγνώστης όταν τις διαβάζει. Το πικρό, ειρωνικό, χλευαστικό ή χαρούμενο σχόλιο έρχεται μετά την ανάγνωση. Όπως η γεύση που αφήνει στο στόμα ένα καλό κρασί που μόλις ήπιαμε.

Δεν ισχυρίζομαι πως όλα τα διηγήματα της συλλογής είναι μικρά αριστουργήματα, αλλά κάποια από αυτά δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα μεγάλες στιγμές της λογοτεχνίας.»

Νίκος Ντόκας

«ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» , 25 Αυγούστου 1991

Κούρτοβικ - Ελευθεροτυπία (1991)

«Στο χώρο που επισκοπείται από το σημερινό σημείωμα, ίσως το καλύτερο βιβλίο που κυκλοφόρησε φέτος την άνοιξη είναι η συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Πετσετίδη «Το παιχνίδι» (εκδόσεις Νεφέλη, σς.149). Όπως και στην προηγούμενη συλλογή του «Δώδεκα στο δίφραγκο»(1986), αυτός ο Σπαρτιάτης διηγηματογράφος πετυχαίνει με μερικά από τα ολιγοσέλιδα πεζά του εκεί όπου αποτυχαίνει, παρά τον εντυπωσιακότερο τεχνικό εξοπλισμό του, ο Νάσος Θεοφίλου: μετουσιώνει παιδικές και εφηβικές μνήμες από τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας σε μύθους παράξενα γοητευτικούς, παρά την πολλές φορές μακάβρια σκληρότητά τους. Γι΄ αυτό θα ήταν λάθος να δούμε στα διηγήματά του μια ακόμη δόση συνηθισμένης μαρτυριολογίας γύρω από την Αντίσταση, τον Εμφύλιο κ.λπ. Μέσα από την απλή, αψιμυθίωτη αφήγησή του, που θυμίζει πότε πότε μπαλάντα και δεν αγνοεί καθόλου το χιούμορ, πνέει ο δροσερός αέρας μυστικών θρύλων, που τους ενέπνευσε μια φοβερή, ακατονόμαστη τραγωδία, αλλά που μας εξοικειώνουν μαζί της επειδή ακριβώς την τραγουδούν σαν κάτι μακρινό και παραμυθένιο.»

Δημοσθένης Κούρτοβικ

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», Τετάρτη 19 Ιουνίου 1991

Υποκατηγορίες