www.petsetidis.gr

Αράγης - Πλανόδιον (2001)

Κρίνοντας λοιπόν με βάση τα προηγούμενα, θα έλεγα πως η φαντασιοκοπική πλευρά του Μπονασπάρτη δεν είναι παρά η άλλη όψη, η αντίστροφη, της εθνικής μας ασημαντότητας, δοσμένη σε προσωπικό επίπεδο. Το «της εθνικής μας» βγαίνει από τα στοιχεία που δίνει και τους υπαινιγμούς που κάνει μέσα στο κείμενο ο συγγραφέας. Διαφορετικά, αν είχαμε μια ουδέτερη φαντασιοκοπία ή έναν νοσταλγικό προσανατολισμό προς τα παιδικά χρόνια, το κείμενο θα ήταν εθνικά άχρωμο. Πράγμα που στην περίπτωσή μας δεν συμβαίνει.

Τη δεύτερη πτυχή του βιβλίου την αποτελεί η προσγειωμένη σάτιρα σε αντικειμενικά δεδομένα. Είναι κοινό μυστικό ότι ως λαό δεν μας χαρακτηρίζει το χιούμορ. Όχι τόσο γιατί δεν βλέπουμε την αστεία πλευρά των πραγμάτων, όσο γιατί δεν την καλλιεργούμε. Γεγονός είναι επίσης ότι στον τόπο μας δεν ευδοκιμεί η σάτιρα. Εκτός από την επιθεώρηση στο θέατρο, τους γελοιογράφους μας και λίγα ψήγματα στον κινηματογράφο και στην τηλεοράση, σάτιρα δεν έχουμε. Κι όμως υλικό για σάτιρα υπάρχει άφθονο, ιδίως από όσα διαδραματίζονται στον δημόσιο στίβο. Από το άλλο μέρος φαίνεται, κι αυτό είναι το χειρότερο, ότι δεν σηκώνουμε τη σάτιρα όταν στρέφεται εναντίον μας. Αποτελεί κοινή διαπίστωση πως ο δημόσιος βίος μας, αλλά και ο ιδιωτικός, χαρακτηρίζεται από αρκετή σοβαροφάνεια. Ένα φέρεσθαι που καθαυτό δεν ανέχεται τη σάτιρα. Η σοβαροφάνεια υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, αίσθημα ανεπάρκειας και ανασφάλειας. Κι η σάτιρα εδώ πατάει, όπως λέμε, τον κάλο, αγγίζει ευαίσθητα σημεία.

………………………………………………………………………………………………………………

Θεωρώ λοιπόν ότι δεν έχουμε χιούμορ και σάτιρα, επειδή δεν έχουνε χτίσει τη ζωή μας πάνω σε γερά θεμέλια. Χτίζοντας το δημόσιο και ιδιωτικό μας προσωπικό οικοδόμημα πάνω στην άμμο, είναι φυσικό να μην ανεχόμαστε τα σατιρικά βέλη. Για το λόγο ότι είναι κατεδαφιστικά. Αυτή τη στιγμή, στο λογοτεχνικό – πνευματικό σινάφι λ. χ., γίνονται και λέγονται τέτοιες σοβαροφανείς αστειότητες, που δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ ευφυής για να κάνει πνεύμα μαζί τους. Κι όμως δεν κουνιέται φύλλο. Η σοβαροφάνειά μας είναι τόσο εύθραυστη που δεν δέχεται… μύγα στο σπαθί της. Εύλογα θα ρωτούσε κανείς γιατί τα λέω αυτά και δεν μπαίνω κατευθείαν στο θέμα της βιβλιοκρισίας μου. Τα λέω για να αποδώσω τα εύσημα σ΄έναν πεζογράφο της επαρχίας που τόλμησε να σατιρίσει τη σύγχρονη κατάστασή μας, και μάλιστα χωρίς να εξαιρέσει το συνάφι του. Τι σατιρίζει ειδικότερα ο Πετσετίδης ( που ένα φεγγάρι συνεργάστηκε με αθηναϊκά έντυπα και ως γελοιογράφος); Η σάτιρά του , αν εξαιρέσουμε μερικούς διεθνείς στόχους, αφορά κυρίως τα δικά μας. Και παίρνει σβάρνα Ακαδημία, πολιτικούς, μαθηματικούς, γιατρούς(φακελάκι), αντιστασιακούς(εικονικούς), λογοτέχνες, εφημερίδες, περιοδικά, λογοτεχνικά βραβεία κ.λπ. ……………………………………………………………………………………………………..

Αξιοπρόσεχτη είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Τον ξέραμε να χειρίζεται με πολλή επιτυχία έναν στρωτό λόγο, ο οποίος ανταποκρινόταν στον προφορικό δημοτικό. Τώτα έχουμε, σε μεγάλο βαθμό, μια γλώσσα – αντίγραφο του επίσημου δημόσιου λόγου, μια μορφή δηλαδή μιξοκαθαρεύουσας. Μια τέτοια αλλαγή της γλώσσας δεν είναι ασφαλώς τυχαία…………………………………………………………………………………………………….

Ο χαρακτήρας της είναι τέτοιος που, όταν τη χρησιμοποιεί κανείς αποστασιοποιημένα, δηλαδή ειρωνικά, βρίσκει ταυτόχρονα δύο στόχους: την ίδια τη γλώσσα και αυτό σημαίνει : το αντικέιμενό της. Έτσι μπορώ να καταλάβω γιατί ο Πετσετίδης στο τελευταίο του βιβλίο υιοθέτησε αυτό τον απρόσωπο λόγο αντί του κεκτημένου ήδη προσωπικού του εκφραστικού οργάνου.

Γιώργος Αράγης

“ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ” , Οκτώβριος 2001