www.petsetidis.gr

Χατζηβασιλείου - Ελευθεροτυπία (1998)

Χαμηλών τόνων, με ήπια (πινελιές και κάρβουνα) ρεαλιστική γραφή και εστιάζοντας πάντοτε στις αθέατες πλευρές της καθημερινότητας, ο Δημήτρης Πετσετίδης δεν αλλάζει ρότα στην τέταρτη συλλογή διηγημάτων του. Αντλώντας τα θέματά του από την επαρχία των παιδικών χρόνων, αλλά και από την Αθήνα της ενήλικης ζωής του, ο συγγραφέας ανοίγει μπροστά μας μια «βεντάλια» από ενσταντανέ, όπου η ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό κινείται πάνω σ’ ένα πολύ λεπτό νήμα, για να κριθεί μόνο την τελευταία στιγμή της αφήγησης – με μια λέξη ή μια φράση, η οποία και αποφασίζει οριστικά για τον τόνο του κειμένου.

Τι είναι όμως, ακριβώς το καινούργιο βιβλίο του Πετσετίδη; Όπως το ‘λεγα και πιο πριν, μικρές (αστραπιαία διατυπωμένες) ιστορίες της καθημερινότητας.

Προσοχή, ωστόσο: η καθημερινότητα αυτή πρώτον δεν είναι τρέχουσα και δεύτερον δεν είναι μόνο καθημερινότητα. Ας το δούμε κάπως καλύτερα. Πριν απ’ όλα, πολλά από τα διηγήματα του Πετσετίδη δεν εξελίσσονται στο παρόν. Ανέφερα πρωτύτερα τα παιδικά χρόνια στην επαρχία: χρόνια μιας δύσκολης εποχής (βρισκόμαστε στην καρδιά του Εμφύλιου), που προσφέρουν στο συγγραφέα ένα υλικό πολλαπλών χρήσεων. Κι εκείνο που παίζει ρόλο εν προκειμένω είναι άλλοτε τα τρίμματα της Ιστορίας, καθώς παρεισδύουν στους αργόσυρτους ρυθμούς του καθ’ ημέραν βίου, και άλλοτε τα σπαράγματα της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς δοκιμάζεται ( πάντα μέσα στην καθημερινή πάλη) στην τόλμη και το φόβο ή τον έρωτα και το θάνατο.

Κι η καθημερινότητα αυτή του Πετσετίδη πηγαίνει, μ’ όλη την αδρή σύλληψή της, πέραν της φωτογραφικής καταγραφής, σ’ έναν κόσμο ο οποίος κάτω από την ακύμαντη επιφάνεια του κρύβει δεκάδες ρωγμές και ρήγματα.

………………………………………………………………………………………………………………

Τα διηγήματα του Πετσετίδη είναι βραδυφλεγή και απαιτούν κάποιο χρόνο για την κινητοποίηση του αναγνώστη. Δεν εννοώ ότι πρέπει να τα ξανακοιτάξει κανείς αν επιζητεί να βρει το πραγματικό τους βάρος. Άλλο είναι εκείνο που θέλω να πω: Πως επειδή τα γεγονότα και η δράση σχεδόν απουσιάζουν από την αφήγηση, ο Πετσετίδης δουλεύει περισσότερο με την αναγνωστική αίσθηση – την αίσθηση που προκαλείται σ’ εκείνον που τον παρακολουθεί όχι όταν ξαναφέρνει στο νου του το κείμενο που έχει διαβάσει, αλλά όταν το «ακούει» παράξενα και απροειδοποίητα μέσα του, να του υποβάλλει κάτι από την ατμόσφαιρα του χρόνου του ή από τα αθόρυβα, βουβά δράματα των ηρώων του. Και αυτή είναι, νομίζω, η τεχνική που προσδιορίζει στο σύνολό της τη γραφή του Πετσετίδη, τρέφοντας παράλληλα και την ιδιοτυπία της.

…………………………………………………………………………………………………………….

…Κι από αυτή την άποψη, μπορεί κανείς να διακρίνει και μια κάποιοα ποιήση στην πρόζα του Πετσετίδη. Διότι τι άλλο από ποίηση είναι ένας λόγος που επιβιώνει στη μνήμη του αναγνώστη ως ρυθμός φωνής, αλλά και ως ψυχική διάθεση;

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» , Παρασκευή 12 Ιουνίου 1998