www.petsetidis.gr

Καρακώτιας - Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής (2008)

«Η άγρια και ταραγμένη δεκαετία 1940-1950 δεν καθόρισε μόνο την κοινωνικοπολιτική διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, αλλά σημάδεψε έντονα και ανεξίτηλα ζωές και συνειδήσεις, μνήμες και βιώματα, ατομικές και συλλογικές ανθρώπινες διαδρομές.Με τον ίδιο τρόπο συμάδεψε και την εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή, η οποία,παρά την εξαντλητική-έως κορεσμού για πολλούς- θεματική χρήση της περιόδου, επιστρέφει ακόμη συχνά σ' αυτήν, αναζητώντας την έμπνευση και επιδιώκοντας την επανάγνωσή της.Η κάθε επιστροφή, βέβαια,κρίνεται από το αποτέλεσμά της. Ενας από τους συγγραφείς που έχουν ακόμη στον αφηγηματικό τους ορίζοντα την εμφύλια σύγκρουση είναι και ο γεννημένος το 1940 στη Σπάρτη Δημήτρης Πετσετίδης. Ωριμος και καθιερωμένος πλέον μετά από πέντε συλλογές διηγημάτων και μια νουβέλα, με το τελευταίο του βιβλίο επιστρέφει ξανά στη ζοφερή εποχή του Εμφυλίου και στον τόπο της καταγωγής του, τη Λακωνία. Στην αρχή του βιβλίου του και πριν αρχίσει η ροή των διηγημάτων του προτάσσει ως μότο και ως εφιαλτική προαγγελία έναν στίχο της Ιλιάδας:«Ρέε δ' αίματι γαία μέλαινα». Και πράγματι το αίμα πλημμυρίζει τις αφηγήσεις του.Ο Πετσετίδης δεν στέκεται στα κοινωνικοπολιτικά διακυβεύματα τα οποία ωστόσο υποδηλώνονται συνεχώς, αλλά αναδεικνύει το άμεσο και τραγικό αποτέλεσμα της σύγκρουσης: το θάνατο και το άφθονο αίμα.Οι αφηγητές των διηγημάτων, συνήθως μικρά παιδιά την εποχή του Εμφυλίου, αλλά και μεγαλύτεροι, προσλαμβάνουν άμεσα, νιώθουν, βλέπουν και καταγράφουν τις εκτελέσεις στις οποίες προβαίνουν οι οργανωμένες δυνάμεις του κράτους και τις δολοφονίες που πραγματοποιούν οι παρακρατικοί, αλλά και κάποιες ακατανόητες ενέργειες των ανταρτών.Στο ίδιο τρομακτικό σκηνικό διαδραματίζονται και αναβιώνουν στις διηγήσεις πολλοί παράλογοι φόνοι, ενδοοικογενειακές προδοσίες και ελάχιστες συνειδησιακές κρίσεις, καθώς και κάποια επεισόδια της καθημερινής ζωής,που επιβεβαιώνουν τη μιζέρια και τη θλίψη της εποχής. Ολα αυτό εκτυλίσσονται στους τόπους της Σπάρτης και της ευρύτερης περιοχής, οι οποίοι αναπλάθονται πειστικά και με τη μίξη και φανταστικών στοιχείων, ενώ ακούγονται και ηχούν χαρακτηριστικά ονόματα που ταιριάζουν απόλυτα με τις πράξεις και την καταγωγή των προσώπων των διηγήσεων. Ο συγγραφέας χειρίζεται το υλικό του άψογα.Παρά το δραματικό και τραγικό του φορτίο, το μεταπλάθει μυθοπλαστικά με αφηγηματική και γλωσσική λιτότητα χωρίς συναισθηματικές και πολιτικές υπερβολές - αν και βέβαια οι συμπάθειες δεν κρύβονται. Η αφήγηση του είναι ανάλογη με την απόσταση ή την ένταση που απαιτεί η κάθε εξιστόρηση. Ετσι άλλοτε εκφέρεται σε πρώτο πρόσωπο, άλλοτε σε σχετικά ουδέτερο τρίτο και κάποτε,όπως στο διήγημα με τον τίτλο «οι 118»,πολυφωνικά.Η λειτουργία δε του μηχανισμού της μνήμης κυριαρχεί και φαίνεται σε όλες τις διηγήσεις.Από τα είκοσι τρία διηγήματα της συλλογής, εκείνο που ξεχωρίζει ιδιαίτερα είναι το «Πτύα δια την ταφήν». Στο πρώτο του μέρος, ένας ταγματάρχης της Χωροφυλακής υπαγορεύει στο δεκανέα της μονάδας τη διαταγή για την εκτέλεση μιας ομάδας αντιστασιακών με τις οδηγίες για τη συγκρότηση του εκτελεστικού αποσπάσματος και τα είδη που απαιτούνται. Η ψυχρή αποτύπωση του τρομακτικού γεγονότος της αφαίρεσης τόσων ανθρώπινων ζωών με τη στρατιωτική γραφειοκρατική ορολογία και τα επιδεικτικά σχόλια του αξιωματικού έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εξιστόρηση, στο δεύτερο μέρος του διηγήματος, της εκτέλεσης των αντιστασιακών από έναν κτηματία τώρα και μικρό παιδί τότε.Ο αφηγητής αποδίδει ζωντανά το εφιαλτικό περίγραμμα της εποχής με τη βία και τον καθημερινό τρόμο και καταλήγει στην περιγραφή της εκτέλεσης και όσων είδαν τα παιδικά του μάτια, όταν,όπως ομολογεί με την αθωότητα της τότε ηλικίας του, πήγε μαζί με άλλους να μαζέψουν τους κάλυκες. Επίσης, διακρίνονται ανάμεσα στα υπόλοιπα το «Κατόπιν διαταγής», το οποίο περιγράφει τη δύσκολη, συνειδησιακά, εκτέλεση ενός Γερμανού αξιωματικού από τον αντάρτη που έλαβε την αντίστοιχη εντολή,το «Μάρτυς κατηγορίας»,όπου δύο ευυπόληπτοι συνταξιούχοι θυμούνται τη δολοφονία ενός αγωνιστή της Αντίστασης από τους παρακρατικούς της Δεξιάς και την «απαλλαγή» τους έτσι από την διαταγή να ψευδομαρτυρήσουν στη δίκη που επρόκειτο να γίνει. Το «Με λάδι ελιάς», με θέμα τη φιλία του αφηγητή, όταν ήταν παιδί, με ένα Εβραιόπουλο την περίοδο της Κατοχής και το σκληρό και βίαιο αποχαιρετισμό τους. Η ίδια αφηγηματική δεινότητα χαρακτηρίζει και το διήγημα «Λυσσασμένες αλεπούδες», το οποίο εμπεριέχει αρκετή σάτιρα μέσα στη βιαιότητά του, το πολυφωνικό «Οι118» και «Τα αδέλφια», όπου μια ιστορία προδοσίας αποδίδεταιμε τους ρυθμούς της αφηγηματικής περιπέτειας. Αλλά και κανένα από τα υπόλοιπα δεν υστερεί σε τίποτα. Ο Δημήτρης Πετσετίδης έφθασε με την τελευταία συλλογή του σε ένα υψηλότατο αφηγηματικό επίπεδο και επιβεβαίωσε τη σημαντική, πλέον, θέση του στην περιοχή του σύγχρονου ελληνικού διηγήματος.»

Κώστας Καρακώτιας

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 10-2-08