www.petsetidis.gr

Ο διηγηματογράφος Δημήτρης Πετσετίδης

Εκατό ιστορίες για την "Κατάσταση" και άλλες καταστάσεις

Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟ

 

Με  τα εκατό διηγήματά του (τα μισά του Παπαδιαμάντη), ο Δημήτρης Πετσετίδης έχει πάρει οριστική θέση στην πεζογραφία μας της «μικρής φόρμας». Όχι, βέβαια, με τον αριθμό, αλλά με την ποιότητα των διηγήσεών του.

Γεννημένος το οριακό 1940, έζησε την παιδική και εφηβική ηλικία του στη Σπάρτη, σπούδασε μαθηματικά στην Αθήνα και εργάστηκε ως ιδιωτικός εκπαιδευτικός στην πρωτεύουσα, αργότερα στη γενέτειρά του, όπου κατοικεί μονιμότερα: μέτοικος παντού, από καταγωγή( Μικρασιατική) και επιλογή.

Με φόντο αυτοβιογραφικό συχνότερα, η θεματολογία του μοιράζεται, κατά συνέπεια, ανάμεσα στις δυο μητροπόλεις του συμβολικού Πελοποννησιακού πολέμου, αρχίζοντας με τις εμπειρίες της Κατοχής και του εμφυλίου σε τρυφερή ηλικία και συνεχίζοντας με εκείνες της «επισφαλούς δημοκρατίας» - για να θυμηθούμε τη λέξη του Α. Αργυρίου- και της χαμένης «μεταπολίτευσης». Όμως, ούτε η πολιτική ούτε γενικότερα το «πολιτικόν» (κατά την πλατωνική έννοια) είναι η φωτεινή πηγή στον αφηγηματικό του ορίζοντα. Είναι μάλλον το σκοτεινό του σημείο, που αμαυρώνει, αλλά δεν αφανίζει τη νέα ημέρα ούτε την εσωτερική καθαρότητα.

Ο Εμφύλιος κυριάρχησε πίσω από το επεισόδιο της πρώτης συλλογής διηγημάτων του Πετσετίδη (Δώδεκα στο δίφραγκο ), όπου σε «προσφορά» είναι τα μανταλάκια όσο και η ανθρώπινη ζωή, δεν απουσίασε στις επόμενες, πήγε να ξεχαστεί στην προτελευταία συλλογή (Σε ξένο γήπεδο) και επανήλθε δυναμικά στην τελευταία (Λυσσασμένες αλεπούδες ). Αυτή η επιστροφή φαίνεται παράλληλη, αλλά δεν ταυτίζεται με την ιστορική αντιδικία, όπου ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται «με ιστοριογραφικά μέσα», κατά την  προσφυή παράφραση του Γ. Χάμπερμας για τον ψυχρό πόλεμο. Στη λογοτεχνία, αντίθετα, η μνήμη δεν γενικεύεται, δεν αντικειμενικοποιείται, δεν υποβάλλεται  σε συστημάτα σκέψης. Μόνο έτσι λειτουργεί καθαρτικά, συμβάλλοντας στη λήθη. Μπορούμε σχεδόν να δεχθούμε το παράδοξο ότι μνήμη και λήθη όχι απλώς δεν συγκρούονται, αλλά και ότι η μνήμη είναι λήθη: λήθη μερική, προσανατολισμένη, απαραίτητη,  συμπεραίνει ο Τζ. Τοντόροβ

μιλώντας για τη βαρβαρότητα του  ολοκληρωτισμού και τη λογοτεχνική της απόδοση.

 

 

Τα Νηπιαγωγεία μας

Μια από τις πιο τερατώδεις όψεις του Εμφυλίου ήταν η συνάντηση της παιδικής ηλικίας με τον θάνατο και την κτηνώδη βία, ως καθημερινότητα, εμπειρία και δημόσιο θέαμα: εκτελέσεις, λυντσάρισμα, βομβαρδισμοί, «παιδομάζωμα». (Αυτό το τελευταίο έχει παραμείνει ταμπού στη συγκρουσιακή υπερμνησία μας- δεν έχουμε ούτε ένα απομνημόνευμα σχετικό). Στη Λακωνία του Πετσετίδη δεν υπήρξε τέτοια εμπειρία, ενώ όλες οι άλλες επιδόσεις του θανάτου και του τρόμου ήταν υψηλότατες. 

Πώς μεγαλώνει εκεί ένα παιδί της δεκαετίας του '40, ένας έφηβος της επομένης;

      Καμιά φορά ρωτάω τη μάνα μου: «Θυμάσαι, ρε μάνα, τότε που μας πήγατε στο νεκροταφείο να ιδούμε την εκτέλεση;» κι αυτή αλλάζει αμέσως κουβέντα λεγοντας: «Ελα ντε, τι κουταμάρα μας κι αυτή!» ( «Το παλικάρι», Δώδεκα στο δίφραγκο ).

Αυτή η παιδαγωγική σκηνή βρίσκεται στο πρώτο διήγημα της πρώτης συλλογής, και δεν είναι η μόνη. Παιδιά τρέχουν να ιδούν τα κεφάλια, δηλαδή τα κομμένα κεφάλια- τρόπαια των νικητών του Εμφύλιου(« Φαντάροι στους Μύλους», ό.π.), τα παιχνίδια τους είναι καλαμένια «ντουφέκια» - «κακακάβ»-, παίζουν «το στρατό», οι αιχμάλωτοι «εκτελούνται» και ο αφηγητής προτιμάει να «εκτελείται» με τη Βάσω κολλημένη απάνω του στο χώμα:...αντί να επιχειρώ αποδράσεις, προτιμούσα να πεθαίνουμε αγκαλιά. («Το παλικάρι»). Μετά το νηπιαγωγείο του θανάτου και του έρωτα ακολουθούν οι εκπαιδευτικές βαθμίδες του ομαδικού αυνανισμού, με υπόκρουση τρόμου, τα προκαταρκτικά κοντά στη μεγαλύτερη εξαδέλφη, οι πρώτοι ταλαίπωροι έρωτες. Σωματική αυτοσυνείδηση, ομαδισμός, φιλία, ετερότητα, όλα σχεδόν χρωματίζονται συγκρουσιακά και λιμπιτικά σ' αυτό το εγχώριο bildungsroman.

Η περιρρέουσα βαρβαρότητα κάνει πιο φοβική τη σχέση με τον κόσμο των μεγάλων, ενώ ευνοεί τη φυσική μαθητεία και την αναπλήρωση στον μεγάλο φανταστικό κόσμο. Σαν το «παληκάρι» του ομώνυμου διηγήματος, που θρυλείται ότι το ' σκασε από τον τόπο των εκτελέσεων και γίνεται πρωταγωνιστικός ρόλος στο ηρωικό - μακάβριο παιχνίδι τους, μια νεότητα δραπετεύει στην ιδανική περιπέτεια, την εφηβική μπραβούρα και τον ερωτισμό.

Όλα γίνονται μέσα στην επιβλητική « ουδετερότητα» της φύσης και την επιδεικτική αδιαφορία της. Είναι συνήθως καλοκαιρινές διακοπές, μεσημεριάτικο τοπίο, πέτρινο ή βαθύσκιωτο, «δέσες» του νερού, ρεματιές, περιβόλια, μύλοι, κάμαρες, χαγιάτια ή ο δρόμος της «μικρής επαρχιακής πόλης».

Στην απομαγευμένη πραγματικότητα, όλα τα σκιάζει η φοβέρα της Κατοχής, μαίνεται ο Εμφύλιος και η τρομοκρατία των συμμοριών της Δεξιάς, σε ανελέητο non stop.

Η "Κατάσταση"

Η εθνική συναυτουργία στην τραγωδία δεκαετιών, θέμα οδυνηρό και ακανθώδες, γενικώς παράκαμπτεται από την πεφωτισμένη γραμματεία μας υπό το κράτος του «πολιτικώς ορθού», που διέκοψε η κεφαλαιώδης παρέμβαση του Βαλτινού ( Η κάθοδος των εννιά,  Ορθοκωστά, διηγήματα). Ιδιαίτερα η αλληλοσφαγή στη νότια Πελοπόννησο και το αιμοσταγές παρακράτος των χίτικων καπετανάτων θα έμενε λευκή σελίδα χωρίς το βιογραφικό αφήγημα  Ο Γέροντας  του Γιάννη Γουδέλη , το 1964. Πριν και μετά είχαμε, στα άκρα, τον τυμβωρυχικό Μελιγαλά του Μυριβήλη, με τη μορφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων(!) και τις αγιογραφίες - όλα μέλι, γάλα- του Βελουχιώτη, έτοιμου πια σήμερα για...ημι-αποκατάσταση: όχι, βέβαια, άγιος σαν τον Ζαχαριάδη που τον εξόντωσε, αλλά όσιος. 

Ο  Δ. Πετσετίδης , εδώ και 25 χρόνια, γράφει ιστορίες αρχίζοντας και ξαναγυρίζοντας σ' εκείνη τη Λακεδαίμονα του θανάτου. Δεν βουτάει όμως την πέννα του σε ροδόσταμο, ούτε σε χολή, το πολύ σε ξύδι. Ο «τρόπος» του είναι η απλότητα, με τη διατήρηση, όσο γίνεται, της πρώτης αθωότητας και της ζωικής αντίστασης.

Η αφήγησή του ανδρώνεται μέσα στην «Κατάσταση». Μ' αυτή την ουδέτερη λέξη ονοματίζουν οι αφηγητές την εποχή τους: Τότε στην Κατάσταση...Με την Κατάσταση.  Σπάνια λέγεται εμφύλιος και σπανιότερα χρωματίζεται πολιτικά. Τότε με τα Χίτικα (στο τελευταίο διήγημα της τελευταίας συλλογής). «Κατάσταση» λοιπόν, όπως λένε τον καρκίνο «η παλιο-αρρώστεια» . Μετωνυμία συναινετική η «Κατάσταση» δεν αποκλείει την κανονικότητα της συνανθρώπινης κτηνωδίας που απελευθερώνουν οι έκτακτες καταστάσεις. Έτσι, οι στυγεροί φονιάδες αυτών των ιστοριών, σε ειρηνικούς καιρούς, ίσως να ήταν συμπέθεροί μας, πατριωτάκια, συμπαίκτες στο τάβλι, ή να τους συμπαθούσαμε ως αναξιοπαθούντες συμπολίτες, «ανθρωπάκια», φουκαράδες, θύματα της σάπιας κοινωνίας ή της κρίσης. Σαν τον Σαράντο της πρώτης συλλογής, που ξέκανε τον Νίκο, τον σωφέρη με κλωτσιές και το 'χει καύχημα: Ούτε μια σφαίρα δεν ξόδεψε ( « Ούτε μια σφαίρα»). Ή σαν τον Λεβετζώνη της τελευταίας συλλογής , στο ομώνυμό του διήγημα:

            Τραβάει ξαφνικά το πιστόλι του και πυροβολεί ενα τσοπανόπουλο που περπατούσε ξυπόλιτο[...] «γιατί το κανες , ρε αυτό;» [...] « για να ξεσκουριάσω το όπλο». Ένας άλλος, ο Μαυράκος, σκοτώνει δυο τσιγγανάκια, έτσι χωρίς λόγο. Για άλλους σαράντα εννέα  νοματαίους , θύματά του, δεν είχε πρόβλημα, αλλά για τα τσιγγανάκια, ίσως επειδή τον καταράστηκε η ηγουμένη του μοναστηριού, που ήταν αυτόπτης, το ρίχνει στην ώρα ( «Η κακιά ωρα», Λυσσασμένες αλεπούδες ).Γενικά όμως η ανθρωποκτονία είναι εθνικώς ητιολογημένη:   

                      Ότι άρεσε στον Πετράκο να σκοτώνει ήταν γνωστό, αλλά είχε πάντα έτοιμη τη δικαιολογία ότι τα θύματά του , τα ίδια ή οι συγγενείς τους, δεν ανήκαν στην ίδια με αυτόν πολιτική παράταξη, πράγμα ανεπίτρεπτο. [...] έπιανε αθώους ανθρώπους - άντρες, γυναίκες , παιδιά - και τους βασάνιζε. Άλλους σακάτευε, άλλους σκότωνε και κανένας δεν τολμούσε να του κάνει έλεγχο, ούτε εισαγγελέας, ούτε αστυνομικός. Ήταν ο καπετάνιος...( «Τα αδέρφια» ό.π.).

Εκτός από τον Πετράκο, έχουμε και τον Πετρακέα που καθαρίζει όποιον έχει συγγενή  από την άλλη μεριά.  Ετούτος τηρούσε, λέει, ανελλιπώς κατάλογο: Είχε ένα  μελανί μολύβι δεμένο με σπάγκο, που το σάλιωνε.Ίσως γι' αυτό έβγαλε σύνταξη ως αντιστασιακός! («Η δολοφονία ενός προέδρου» ό.π.).

Σαν ποικιλία, ιδού και ένα φιλήσυχο, νομιμόφρον τσακάλι. Στο Προποτζίδικο επιδιώκει την αναγνώριση βεβαιώνοντας ότι συμμετείχε πέντε φορές σε εκτελεστικό απόσπασμα και  άλλες δυο εθελοντικά!  Δίνει περιγραφές με το νι και με το σίγμα, για να καταλήξει: «Και σήμερα ακόμη, αν μου έλεγαν να πάω στο εκτελεστικό  απόσπασμα για τέτοιους, θα πήγαινα τρέχοντας». ( «Είκοσι φορές εις θάνατον»  ό.π.). Εγώ πιστεύω ότι όχι μόνο «για τέτοιους» , αλλά για οποιονδήποτε θα πήγαινε χοροπηδώντας. Στις «καταστάσεις»  δεν έλειψαν ποτέ οι δήμιοι και οι εκτελεστές:

                     Ήταν ένα σωρό παλιάνθρωποι στο εκτελεστικό απόσπασμα: Ο Σταύρος ο Φακίρης, ο αδερφός του καφετζή, ο Λεβετζώνης [πανταχού παρών στις φρικαλεότητες], κάτι Βασσαραίοι αλήτες, κάτι Λεβετσοβίτες. (« Πτύα δια την ταφήν» ό.π.).

 Η προδοσία

Αν αυτοί μπορούν να θεωρηθούν λούμπεν, άλλοι είναι μικρομεσαίοι, νοικοκυραίοι, θεματοφύλακες, κολώνα του σπιιτιού τους. Χαρακτηριστικά ο εθελοντής εκτελεστής του ΠροΠό είναι ανώνυμος, αγνώστων λοιπών στοιχείων, από εκείνους που «δεν είχαν δώσει αφορμή...». Ευκαιρίας δοθείσης, δεν μένει ανθρώπινος δεσμός ανεπηρέαστος. Η συγγένεια, ακόμη και η αδελφωσύνη, η φιλία, η ερωτική σχέση υποκύπτουν στη βία και στην ανάγκη και δεν εξασφαλίζουν από την προδοσία, για το συμφέρον ή απλώς από φθόνο. Ετσι, ο άγριος φόνος απο ξυλοδαρμό, στη μέση της πλατείας, του προέδρου της κοινότητας Βασίλη Προβάκου, οφείλεται στην προδοσία από τη γυναίκα του αδελφού του,  με το αβυσσαλέο μίσος που φώλιαζε μέσα της για την καλύτερη περουσιακή κατάσταση του κουνιάδου της: Παραγγέλνει στον μακελλάρη Πετρακέα ότι ο γιός του προέδρου είναι αντάρτης.

Ακόμα πιο αβυσσαλέα είναι η προδοσία στους Περιβολαίους: τρία αδέλφια συμφωνούν να εκτελέσουν με ενέδρα τον τρομοκράτη Πετράκο, που είχε σκοτώσει εναν τέταρτο αδελφό τους. Αντί να ρίξουν κλήρο, προσφέρεται εθελοντικά  ο ένας τους να στήσει τη «χωσιά». Έγινε όμως  κάτι που δεν το βάζει ο νους του ανθρώπου. Ο μεγαλύτερος αδελφός πάει στον Πετράκο και του φανερώνει το σχέδιο, θυσιάζοντας τον αδελφό του.  Άλλοι είπαν οι γυναίκες φταίνε, άλλοι ότι φοβήθηκε ο χέστης και κάρφωσε τον αδελφό του για να σώσει το τομάρι του.  («Τα αδέρφια»).

Άλλο τόσο άγνωστο παραμένει το κίνητρο της Κατινάρας, όταν προδίδει τον ερωτευμένο αντάρτη, αφού τον περιέθαλψε τραυματία. Κι αυτός, τρελός από τα βασανιστήρια, περιφέρεται εξαθλιωμένος μουρμουρίζοντας τ' όνομά της («Κατίνα, Κατινάρα!» ό.π.).

Μπορεί να πει κανείς ότι οι προδοσίες αυτού του βαθμού είναι  ακραίες.Ίσως. Νομίζω όμως ότι είναι λιγότερο σπάνιες από όσο πιστεύουμε ή φοβόμαστε. Πολύ πιο γενικευμένη, σ' αυτή την υπανθρώπινη κωμωδία, είναι η παραλυτική αδράνεια και η ανανδρία, η εγκατάλειψη, το κλείσιμο της πόρτας, η άρνηση του Πέτρου - πέστε το όπως θέλετε. Ο «Μάρτυς κατηγορίας», εδώ, υποχρεώνεται από την οργάνωση Χ να γίνει εκών άκων ψευδομάρτυρας, καταθέτοντας εναντίον αριστερού καθηγητή, παλιού συμμαθητή του. Αντίθετα, στο διήγημα  «Ο Χριστόφορος ήρθε για μάρτυρες», που  ανοίγει τη συλλογή Το παιχνίδι, περιγραφέται σπαρταριστά πώς εισπράττει άνανδρες υπεκφυγές και πόρτες κατάμουτρα ένας κατηγορούμενος αριστερός.

 Η σιωπηλή πλειοψηφία

Ο συγγραφέας έχει πολιτική «τοποθέτηση», η οποία όμως δεν γίνεται «σκοπιά», οπτική γωνία. Έτσι περιγράφει χωρίς ωραιοποίηση την ανοχή, την υποταγή της «σιωπηλής πλειοψηφίας». Και μόνο η εξασφάλιση της επιβίωσης σ' αυτή την ανθρώπινη καταστροφή είναι ομολογία συμβιβασμού. Η «Μητερούλα», στο τελευταίο διήγημα της τελευταίας συλλογής, κολλάει στην πόρτα της την αφίσα με τα μούτρα του Κατσαρέα (αν μπορούσε ας έκανε αλλιώς ), αλλά η ψυχή της είναι με τους άλλους.  

 Κατά κανόνα λοιπόν, οι μακελλάρηδες ανήκουν στις χίτικες συμμορίες, υπάρχουν όμως απέναντι και τα «Τσανάκια», οι Μαργώνηδες, οι Μπραϊμάκος, Τσόλιας, Τσαμάκος...Και υπάρχουν γνήσια ανθρωποειδή με σημαία ευκαιρίας, όπως ο Λεβετζώνης, ο Σαραντάκος. Κάποτε δεν είναι καν σαφές σε ποια παράταξη ανήκουν θύτες και θύματα, όπως στο διήγημα «Συνοπτικές διαδικασίες» ( Επίλογος στα χιόνια  ). Στο διήγημα «Την εποχή του εμφύλιου» (Το παιχνίδι ) ο κουμπουροφόρος , ρεμάλι του χωριού, που βιάζει τη Λευκή, δεν έχει ρητά δηλωμένη πολιτική ένταξη. Στο διήγημα «Οι 118» (Λυσσασμένες αλεπούδες  ) όπου αντιφάσκουν  οι μνήμες ακόμα και για τον αριθμό των εκτελεσθέντων προκρίτων της Σπάρτης, σε αντίποινα για τη φονική ενέδρα από αντάρτες του ΕΛΑΣ, ενας  από τους αφηγητές υποστηρίζει ότι οι αντάρτες παρακολουθούσαν από μακριά την εκτέλεση και επέτρεψαν να γίνει, ενώ μπορούσαν να τους ελευθερώσουν, ποντάροντας στην αξιοποίηση της θυσίας. Δεν φαίνεται να δίνει πίστη σ' αυτό ο συγγραφέας, σωστά νομίζω.

Ο κόσμος των μικρών συμμαζεύεται έντρομος μπροστά στη φρίκη και άλλοτε μαγνητίζεται ή την εξημερώνει σε παιχνίδι. Μπροστά στη σκηνή του άγριου σκοτωμού του προέδρου, τα παιδιά τρεχουν να κρυφτούν στα σπίτια τους. Τα ίδια αυτά παιδιά παρακολουθούν μέσα από τις γρίλιες των κλειστών παραθύρων το πέρασμα των μελλοθανάτων κι ύστερα πάνε στον τόπο των εκτελέσεων να μαζέψουν κάλυκες από σφαίρες, ακόμα και για να λαφυραγωγήσουν τους νεκρούς (Πτύα δια την ταφήν ). Το παιχνίδι σταματάει από τρόμο, μόνο μπροστά στο απόλυτο μακάβριο, όταν βλέπουν πόδια να περισσεύουν από το βιαστικό παράχωμα και ακούνε βογγητά: Εμείς πιτσιρικάδες ήμαστε και είχαμε πάει να μαζέψουμε κάλυκες. Όχι για τους σκοτωμένους.  

Στην ίδια σελίδα εναλλάσσεται κάποτε η θέα ενός φόνου και το πολεμικό παιχνίδι του αφηγητή: 

                    Ήμουν πιτσιρικάς, ήταν καλοκαίρι και έπαιζα στον δρόμο με τα χώματα. Έφτιαχνα τους δικούς μου δρόμους, τους ναρκοθετούσα, είχα  στήσει πολυβολεία για ενέδρες, είχα ανοίξει χαρακώματα, όπου συντελούνταν άγριες μάχες με  πέτρες και χαλίκια για οβίδες και άφθονο χώμα για τον καπνό της μάχης. ( «Ο Λεβετζώνης»).

«... είμαστε στην Ευρώπη»

Τα λαμπρά καλοκαίρια των διακοπών και τα παιχνίδια στις «δέσες» του νερού τελειώνουν μαζί με τη μαυρίλα της Κατοχής. Ακολουθούν οι  φωτοσκιάσεις του  ενήλικου βίου. Όπως είπαμε αρχίζοντας, ο εμφύλιος δεν μονοπωλεί τη μνημονική αφήγηση του Πετσετίδη. Ακόμα και ποσοτικά, τα περισσότερα από τα διηγήματα του δεν έχουν άμεσο ιστορικό αναφερόμενο ή καμβά. Χαρακτηριστικά στην προτελευταία  συλλογή κανένα από τα δεκατέσσερα διηγήματα που την απαρτίζουν δεν έχει εμφυλιοπολεμικό θέμα. Ακόμα και όταν αναφέρεται στον φόνο ενός φίλου, κανείς δεν ξέρει ποιος τον πυροβόλησε μέσα στη νύχτα:... ένας αντάρτης είπαν οι μεν, ένας χίτης είπαν οι δε, ο Φώτης δεν είχε ανακατευτεί σε καμιά παράταξη. ( «Η αθάνατη παρτίδα» ). 

 Ποιο είναι το θέμα; Είναι ο αγώνας  σε ξένο γήπεδο -  ο τίτλος της συλλογής φαίνεται ακριβής. Εκεί παίζεται η ζωή  (μας). Συναντήσεις χωρίς συνέχεια, αναμνήσεις  σε κομμάτια που δεν ταιριάζουν, ατελέσφορες προσπάθειες, γλωσσοδέτες στην κρίσιμη στιγμή, «»ματ» από αμέλεια. Η αναμέτρηση με τους άλλους  - ιδίως με τις άλλες - είναι λιγότερο δύσκολη από τη μάχη με τον ένα, τον χρόνο. Παντού, από το σκάκι, τη χρονοχρέωση, τον καθρέφτη, ώς την επέλαση της τρίτης ηλικίας.

Οι καπεταναίοι του θανάτου εχουν συνταξιοδοτηθεί, ή άνοιξε η γή και τους κατάπιε. Καταλαβαίνουμε , αλλά δεν λέγεται καθαρά απο ποια μεριά ήταν ο τρομερός Μαυραντωνάκος, που έχει αλλάξει και τ' όνομά του στον «Επίλογο» (  Επίλογος στα χιόνια ). Ευκατάστατος πιά, «σοφός» πρόεδρος συνεταιρισμού και εκκλησιαστικός επίτροπος, όταν ενας Κύπριος επισκέπτης του εκφράζεται με θαυμασμό για το ηρωικό του παρελθόν, τον μαλλώνει: «  Πέρασαν εκείνα πια(...) είμαστε στην Ευρώπη». Πέρασαν μεν, αλλά το κρυφό καμάρι παραμένει. Και ο όψιμος Ευρωπαίος δείχνει στον έμπιστό του , γιο του παλιου σοφέρ του στο τζιπάκι των ηρωικών χρόνων,  το τετράδιο που κρτάει με το ονόματα. Ένα όνομα, δίπλα μια ημερομηνία και ένας μικρός σταυρός. Το τετράδιο μας θυμίζει το τεφτέρι των εκτελέσεων που κρατούσε ο Πετρακέας της «Δολοφονίας  ενός προέδρου»·  αλλά δεν ξέρουμε μετά βεβαιότητας...

Το αίμα πλημμυρίζει τώρα μάλλον τις κυψελίδες του πέους εν στύσει, στην ανάμνηση που αντιστέκεται στην άγρια μνήμη και στην κρυπτία:

           Έρριξαν άμμο πάνω στα πουλιά τους, έτσι έκαναν και τότε που κολυμπούσαν στη δέση μικροί, κι όταν η άμμος πετάχτηκε απότομα καθώς ο Διαμαντής σκεφτόταν τα κάλλη της Ελένης, σηκώθηκε βιαστικά και έτρεξε                                  προς τα ρούχα του να ντυθεί. ( « Νυχτερινή κολύμβηση», Σε ξένο γήπεδο ).

Αλλού, μιλώντας για την άτυχη εκσπερμάτωση ενός γαϊδάρου πάνω στα τσουβάλια με αλεύρι της φορτωμένης γαϊδάρας, στο μύλο, ο αφηγητής αναπολεί:  Πόσες ακόμη εκσπερματώσεις δεν συνέβησαν στις ομαδικές εκείνες μαλακίες μετά τα μπάνια μας στις δέσες  του ποταμιού, οταν κολυμπούσαμε ολόγυμνοι. ( «Το σπίτι της μητερούλας», Λυσσασμένες αλεπούδες ).

Το μη αποδείξιμο

 Η αναμνηση των ερώτων έχει κι αυτή το φθινόπωρό της. Ένας αφηγητής δεν θυμάται πια αν ήταν η Καίτη ή η Άννα που διάβαζαν μαζί το ίδιο βιβλίο, εκείνη γερμένη στον ώμο του, ...τα μαλλιά της μου χάϊδευαν το μάγουλο. Αποτείνεται νοερά στον πατέρα του, που είχε διακόψει τότε μια περίπτυξη με συμμαθήτριά του, προτρέποντάς τους να αφιερωθούν στο διάβασμα:  έχετε καιρό για τέτοιες δουλειές.  Το παράπονό του:  Πού είναι τος ο καιρός που έλεγες ότι έχουμε , πατέρα, πέρασαν τα χρόνια και ούτε καταλάβαμε πώς.  Στον στίχο του  ποιητή « Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει», ο πατέρας  είχε αντιτάξει, γεμάτος αισιοδοξία,ότι, αντίθετα, η ζωή μας κάθε μέρα μεγαλώνει γιατί, αν κοιτάξουμε πίσω, εχουμε περισσότερα  να θυμόμαστε. Είναι ο μόνος υπαινιγμός στη διαδοχή από την βολονταριστική αισιοδοξία της πολεμικής γενιάς στον σκεπτικισμό της κανονικότητας. (« Θεωρήματα επαρχιακών ερώτων», Επίλογος στα χιόνια ). Η κινούμενη άμμος της μνήμης παρασύρει στο πρόβλημα  της λογικής και στα παράδοξα της, όπως το (επιμενίδειο)  παράδοξο του ψεύτη- του ψεύτη αντίζηλου, βέβαια - και στο μη αποδείξιμο, θυμίζοντας ιδιοφυείς σοφιστείες του Μπόρχες. Ο μαθηματικός Πετσετίδης εμπιστεύεται τον ποιητή:

                                          Όταν σήμερα αντικρίζω το πρόβλημα της desidability, δηλαδή αν υπάρχει διαδικασία που να επιτρέπει να συμπεράνουμε την αλήθεια ή το ψέμα οποιασδήποτε σχέσης, στην άχαρη σελίδα του βιβλίου ζωγραφίζονται τα γαλανά μάτια της Τούλας, γεμάτα γλυκιά απορία.

Είναι ένα από τα πιο προωθημένα διηγήματα του συγγραφέα, όταν η μνημονική και λογική αμφισημία από θέμα γίνεται τρόπος.

Όλα είναι πιο ρευστά και γλιστράνε μέσα από τα δάχτυλα, το παρόν γίνεται ακαριαία παρελθόν κι εκείνο βυθίζεται στην αβεβαιότητα:

                         ...«Ποια είσ΄εσύ;»  αλλά ντράπηκα για τη μνήμη μου[...]έπαιζα σε ξένο γήπεδο («Σε ξένο γήπεδο»).

Μια μέρα, αυτό το γήπεδο παίρνει τις πολεοδομικές διαστάσεις της Αθήνας, όπου ο αφηγητής περιπλανιέται μεταξύ Εξαρχείων και Κυψέλης ή μεταξύ ανάμνησης και αόριστης προσδοκίας· μπαίνει σε καφενεία και Προποτζήδικα, συναντά διάφορα πρόσωπα, μιλάει μαζί τους με έτοιμες φράσεις ή με νοήματα από μακριά, και καταλήγει σε θερινό σινεμά για να δει...δεν θυμάται ποια ταινία. Κάτι χάνεται ή δεν βρίσκεται, δεν αναβιώνει. «Συναντήσεις και αναμονή» επιγράφεται το διήγημα αυτό, που σε πιάνει από τον λαιμό χωρίς να έχει τίποτα το τραγικό, ούτε μια ζωηρή σκηνή, έστω μια λέξη βαριά.

 Αλλαγές προσανατολισμού

Το «παράδοξο» του Πετσετίδη είναι φαινόμενο επίσης: η φοβερή «Κατάσταση»  ηλιόλουστη- οι ήμερες καταστάσεις νεφελώδεις. Ενώ απέναντι σ΄ εκείνη την παρθενικότητα, τη λευκή σελίδα, είχε ορθωθεί κάτι πελώριο, μαύρο και κόκκινο, τώρα η ωριμότητα αντικρίζει  το γκρίζο,  το απαθές, το απραγματοποίητο. Τα πρόσωπα πηγαινοέρχονται και δρουν στον χρόνο μάλλον παρά στον χώρο, εκτάσεις που συχνά συγχέονται, στο «ξένο γήπεδο».

Γιατί όμως, με όλη αυτή τη μουντή παλέτα των χρωμάτων, δεν νιώθει ο αναγνώστης κατάθλιψη;

 Η απάντηση βρίσκεται, νομίζω, στο ήθος της αφήγησης, στην αμεσότητα, στη διάσωση του πηγαίου και του αυθεντικού. Οι ώρες των εφηβικών καλοκαιριών- που επανέρχονται μαζί με τον εφιάλτη στην τελευταία συλλογή - περνούσαν μέσα σε φρεσκάδα πράσινη και υδάτινη. Τώρα η μετα-ιστορική ευτέλεια και γκριζάδα αντιμετωπίζεται, έχοντας εκείνο το απόθεμα , με χιούμορ που δεν αποκλείει τη μελαγχολία, με ταπεινότητα και νοσταλγία. Αντιπροσωπευτικό είναι το τελευταίο διήγημα, «Το σπίτι της μητερούλας», αυτοβιογραφικά τονισμένο, όπως τα περισσότερα. Εδώ συναντώνται οι δυο βαρβαρότητες, η εμφύλια και η «ειρηνική», η οικολογική. Η πρώτη αιματηρή, αλλά ιστορικά περιορισμένη, παρελθόν,μένει έξω από το σπίτι· η δεύτερη, με προοπτική, με μέλλον, το ερημώνει... Η Μητερούλα. παπαδιαμάντειος τύπος γιαγιάς-Κουράγιο, κουμαντάρει το σπιτικό της με την τέχνη του φτωχού και με αγάπη. Όταν ο αφηγητής- πιο αγαπημένος της εγγονός- μεγάλος πια, επισκέπτεται το εγκαταλειμένο σπίτι, γιαπί τώρα,και πάει να κατεβεί τα σκαλοπάτια απο το ανώγι, λίγο έλειψε να γκρεμοτσακιστεί, γιατί ξέχασε ότι  οι καινούργιοι ιδοκτήτες είχαν αλλάξει τον προσανατολισμό της σκάλας : Είναι η τελευταία φράση του διηγήματος και του βιβλίου.

Τα πράγματα δεν ωραιοποιούνται, αλλά εντοπίζονται στη χρονικότητα και την υπανάπτυξη, τη στέρηση και την ασκηση της σκληρότητας σ΄ένα  τοπίο αυχμηρό, πέτρινο ή τσιμεντένιο.

Πιθανότητες και εξισώσεις

Χιούμορ, φαντασία, μαθηματικά και παιχνίδι εναντίον μελαγχολίας. Στο διήγημα «Φροντιστήριο μαθηματικών "Η οροφή"» ( Ο Σαμπατές ζει ) αποδείχνεται με τον πιο υπερρεαλιστικό τρόπο ότι: Τα  Μαθηματικά, ως γνωστόν, και η λογική τους δεν εχουν σχέση με τον αντικειμενικό κόσμο, άλλο αν οι εφαρμογές τους κυριαρχούν σε κάθε τομέα της πρακτικής ζωής μας. Τα μαθηματικά δεν καταργούν την πραγματικότητα, αλλά βοηθάνε να πετάς πάνω από την οροφή  της.

Τα μαθηματικά, η λογική, το σκάκι, εκτός από αφορμές μυθοπλασίας, προσφέρουν στο συγγραφέα ένα ιδιαίτερο στοχαστικό επιχείρημα, που ξαφνιάζει συχνά με την ευρηματικότητά του. Στο άριστο διήγημα «Περί πιθανότητος» ( Το παιχνίδι ), οι μαθηματικές πιθανότητες για την τύχη ενός αγνώστου δεν φαίνεται να εξαντλούν τις πραγματικές πιθανότητες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το αρχικό εύρημα, το παλιο σχολικό βιβλίο με τις σημειώσεις ενός αγνώστου, που βρέθηκε μέσα  σε σαρακοφαγωμένη κασέλα σ΄ένα υπόγειο, είναι σχεδόν ταυτόσημο με τον Πρόλογο του Παπαδιαμάντη στους  Εμπόρους των εθνών: ...κιβώτιον τι παλαιόν και σεσαθρωμένον, πλήρες εφθαρμένων βιβλίων...

Είχε δίκιο αυτός που είπε ότι το χιούμορ είναι η ευγένεια της απελπισίας. Στα διηγήματα του Πετσετίδη, αυτά τα δυο είναι πολύ κοντά. Το χιούμορ του είναι συνήθως συγκρατημένο και ντροπαλό, κάποτε όμως παίρνει την πρωτοβουλία, όπως στο «Φροντιστήριο μαθηματικών...»,  που είδαμε, από το δύσκολο ντεμπούτο της επαγγελματικής του καριέρας, και στη νουβέλα - τη μόνη -  Τροπικός του Λέοντος. Σ΄αυτή περιλαμβάνεται και ενα πολυσέλιδο «Σχεδιάγραμμα κριτικής», νόστιμο υπόδειγμα , τυφλοσούρτης κλισέ (με κενά μόνο τα στοιχεία του βιβλίου) δια παν αριστούργημα, προοριζόμενος για τις φιλολογικές σελίδες της Κυνοτροφικής Επιθεώρησης,  κατάλληλος όμως γενικώς για την κριτική άνευ αναγνώσεως (και άνευ γραφής).

Στο διήγημα « Λυσσασμένες αλεπούδες» της ομότιτλης συλλογής σατιρίζονται με τσεχωφικό τρόπο δυο πρωτοπαλίκαρα της χίτικης τρομοκρατίας. Αντί να χτυπηθούν για τα μάτια της ωραίας Νίτσας, ο Κολοκωτσέας και ο Πετράκος  εκτελούν λυσσασμένο , τάχα, γουρούνι, παραβγαίνοντας στο σημάδι· και, τέλος, μονομαχούν στην ουζοποσία, ενώ η πέτρα του σκανδάλου, η μοιραία Νίτσα, βολεύεται με τον μυλωνά.

 

Ε κτός από τους τίτλους που συναντήσαμε στη συνολική αυτή θεώρηση, πολλά άλλα διηγήματα του Δ.Πετσετίδη θα άξιζαν μια κριτική ανάγνωση. Περιορίζομαι σε λίγους ακόμα τίτλους:

- «Τα δενδρύλλια», «Η παράσταση», «Το  παλιό σπίτι», «Ο Γρηγόρης» (Δώδεκα στο δίφραγκο ).

- «Πεζοπορεία», «Το τόπι», « Ο Μπατήρης», «Κλάρα», «Τα λάστιχα», «Κεντρο εκπαιδεύσεως», « Ο άτυχος διοικητής», « Γνήσιος Μαρτινέλι» ( Το παιχνίδι ).

- « Στην άλλη όχθη», « Ο μητροκτόνος», « Ο Ερρίκος», « Ο σηματοδότης», « Ο Κ.Ζης ακροβάτης», « Στα χιόνια»  ( Επίλογος στα χιόνια ).

- «Νερό ποταμίσιο», «Παραπόδας», « Το σεβρολετάκι», « Η μύηση», «Χωρίς οικογένεια» (Ο Σαμπατές ζει ).

- «Για την Παναγιώτα», «Η πρώτη ήττα», « Εκδρομή και ποδόσφαιρο», « Γιατί το μακαρόνι είναι τρύπιο», « Η λιβελούλα» (Σε ξένο γήπεδο ).

- «Κομμωτήριον ανδρών», « Οι τελευταίες ημέρες του Αυγούστου», « Ο γερο- Ξεφτέρης», « Το ψάξιμο», « Το  κοστούμι», «Παρά τρίχα αντάρτης» ( Λυσσασμένες αλεπούδες ).

Οι περισσότερες ιστορίες του Πετσετίδη είναι σαν να γράφονται μόνες τους· κι αυτό δεν πάει να πει χωρίς συγγραφέα, αλλά το αντίθετο: με τον συγγραφέα μόνο του. Θέλω να πω ότι δεν επεμβαίνει καμιά θεωρία, αφηγηματολογία ή τρόμος του αναφερόμενου. Όπως λέει για τη Λογική ο μαθηματικός αφηγητής στα « Θεωρήματα επαρχιακών ερώτων»,  αποδεικνύεται ότι μια θεωρία, αν είναι εγκυρη, τότε δεν είναι πλήρης.