www.petsetidis.gr

Για τον Ηλία Πετρόπουλο

Ελπίζω πως, οι νεοέλληνες δεν θα απαιτήσουν εις το μέλλον τα οστά όσων συγγραφέων μας, ή καλλιτεχνών, έζησαν στο Παρίσι, αγάπησαν το Παρίσι, πέθαναν στο Παρίσι… (ο Κουραδοκόφτης)

 

Ο Ηλίας Πετρόπουλος είχε επιμόνως αρνηθεί να επιστρέψει στην Ελλάδα ενόσω ζούσε. Βρήκε όμως τρόπο να ξαναγυρίσει νεκρός ήδη, χωρίς να επιτρέψει να μεταφέρουν κάποια μέρα οι επίσημες αρχές τα οστά του αεροπορικώς, όταν η συμβολή του στην ελληνική γραμματεία θα είναι παντελώς αναγνωρισμένη.document_petropoulos

 

Έξω από το νεκροταφείο Père – Lachaise, όπου αποτεφρώθηκε η σωρός του, υπάρχει ένα αδιέξοδο δρομάκι και στο τέρμα του μια σχάρα ενός υπονόμου.

Εκεί μέσα άδειασε η σύντροφός του στο Παρίσι Μαίρη Κουκουλέ την τέφρα του, ενώ ένας λαϊκός οργανοπαίχτης, ο Νικόλας Σύρος, έπαιζε με το μπουζούκι του τον σκοπό ενός πονεμένου ρεμπέτικου. Ένας πανύψηλος αρχάγγελος, έτσι τον είχε πει η Νιόβη, τώρα, μια χούφτα στάχτη. Γύρω από την σχάρα του υπονόμου λίγοι φίλοι συγκινημένοι και δυο Γάλλοι που είχαν ανοίξει την πόρτα του μπαλκονιού τους και παρακολουθούσαν παραξενεμένοι.

Τα νερά του υπονόμου θα χυθούν στον Σηκουάνα, ο Σηκουάνας θα χυθεί στον Ατλαντικό και, σίγουρα, τα θαλάσσια ρεύματα θα μεταφέρουν τις στάχτες του Ηλία Πετρόπουλου στη θάλασσα του Αιγαίου και, τελικά, στον Θερμαϊκό κόλπο.

Ο Πετρόπουλος ήταν ένας σεμνός, ευγενικός και απίστευτα εργατικός άνθρωπος. Αυτό μπορούν να το διαβεβαιώσουν όλοι όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά, από τον Φαίδωνα, τον γιο της Μαίρης ίσαμε τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, τον πρώην μπατζανάκη του.

Τα περί λαογραφίας, ρεμπετολογίας, τουρκολογίας, λεξικογραφίας, γνωστά. Τα είπαν και θα τα λένε και άλλοι επί μακρόν. Στο μέλλον θα μιλήσουν για τα ποιήματά του, για τις φωτογραφίες του, για τα σκίτσα του και τα κολλάζ που είχε κάνει, ακόμη για την μεγάλη κριτική του ικανότητα περί τα εικαστικά.

Όμως, ο σαν μικρό παιδί ευαίσθητος Πετρόπουλος, είχε και άλλα χαρακτηριστικά.

Για παράδειγμα ήταν πάντοτε καλοντυμένος. Γράφει σε ένα ποίημά του:

Αγαπώ τον Moravia για όσα έγραψε.

Μα, τον αγαπώ και γιατί πάντα φόραγε

πολύ όμορφες γραβάτες.

Όσον καιρό βρισκόταν στο νοσοκομείο, στην Clinique Saint Hilaire, εκεί όπου άφησε την τελευταία του πνοή,στο σπίτι του της οδού Mouffetard σε μια καρέκλα του γραφείου του, είχε αφήσει ακουμπισμένο τον πίνακα που είχε φιλοτεχνήσει ο ζωγράφος Αλέξης Βερούκας για το εξώφυλλο του Κουραδοκόφτη και πάνω σ΄αυτόν τον πίνακα είχε κρεμάσει μια ωραιότατη μωβ γραβάτα.

Την αγαπημένη του, πάλι, γραβάτα τού φόρεσε η Μαίρη όταν ο Ηλίας όδευε προς το κρεματόριο του Père – Lachaise.

Είχε λόξα με την καθαριότητα και την τάξη, αυτός ο αναρχικός. Ο Φαίδων Κουκουλές μου έλεγε πώς ο Πετρόπουλος μάζευε και τα πολύ μικρά χαρτάκια, τα οποία περίσσευαν όταν ψαλλίδιζε αποκόμματα εφημερίδων και τα απόθετε στον κάλαθο των αχρήστων, ακόμη και στον κάλαθο επικρατούσε τάξη!

Όταν, στα τελευταία του, του είχαν βάλει καθετήρα αρνήθηκε επιμόνως να τον πλησιάσουν νοσοκόμες, ουδέποτε χτύπησε το κουδούνι για να ζητήσει λίγο νερό, τότε με τον μεγάλο καύσωνα. Περίμενε πότε θα έρθει η Μαίρη.

Και αν κάποιος γιατρός τον ρωτούσε πώς είναι : <<très, très bien>> απαντούσε, ενώ υπέφερε από τρομερούς πόνους.

Μέχρι τα τελευταία του δεν έχασε την διάθεση του να σχολιάζει όλα όσα έβλεπε να προβάλλονται στην τηλεόραση.

Την παραμονή του θανάτου του, όταν δεν μπορούσε πια να μιλήσει καθώς πλησίαζε το τέλος, θυμάται ο Φαίδων, με πόσο μεγάλη λαχτάρα γούρλωνε τα μάτια παρακολουθώντας με ένταση ένα ντοκυμαντέρ που πρόβαλλε η γαλλική τηλεόραση για την Ελλάδα.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΑΝΤΙ, τεύχος 796, 19-9-2003.